Dictionary of Greek. 2013.
σελιδώνω — σελίδωσα 1. σελιδοποιώ. 2. αριθμώ σελίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελίδωση — η, Ν [σελιδώνω] σελιδοποίηση … Dictionary of Greek