σελιδώνω

σελιδώνω
Ν
σελιδοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα. Η λ., στον λόγιο τ. σελιδῶ, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σελιδώνω — σελίδωσα 1. σελιδοποιώ. 2. αριθμώ σελίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σελίδωση — η, Ν [σελιδώνω] σελιδοποίηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”